Blygsam στα ελληνικά
Μετάφραση: blygsam, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεμνός, μετριόφρων, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blyertspenna στα ελληνικά - μολύβι, μολυβιού, το μολύβι, μολυβιών, με μολύβι
- blyg στα ελληνικά - συνεσταλμένος, ντροπαλός, δειλός, ντροπαλό, ντροπαλή, ντροπαλοί, ντροπαλός για
- blygsamhet στα ελληνικά - απλότητα, μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, σεμνότητα, μετριοπάθεια, σεμνότητας, τη σεμνότητα
- blända στα ελληνικά - τυφλώνω, τυφλός, θαμπώνω, θάμβος, θαμβώνω, τυφλώνουν
Τυχαίες λέξεις
Blygsam στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεμνός, μετριόφρων, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Μεταφράσεις: σεμνός, μετριόφρων, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο