Diplom στα ελληνικά
Μετάφραση: diplom, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- din στα ελληνικά - σας, σου, σας για
- dingla στα ελληνικά - κρεμιέμαι, κουνώ, κουνιέμαι, dangle, dangle σκουλαρίκια, να κουνάτε τα
- diplomat στα ελληνικά - διπλωμάτης, διπλωματικός, Διπλωματικό, Διπλωματική, Διπλωματικές, Διπλωματικών
- direkt στα ελληνικά - ευθύς, δεξιός, σωστός, δικαίωμα, ίσιος, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Diplom στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που
Μεταφράσεις: δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που