Dumheter στα ελληνικά
Μετάφραση: dumheter, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλακείες, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dum στα ελληνικά - μουγγός, κουτός, χαζός, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ...
- dumhet στα ελληνικά - ηλιθιότητα, βλακεία, βλακείας, ηλιθιότητας, την ηλιθιότητα
- dunge στα ελληνικά - άλσος, Grove, ελαιώνα, δάσος, άλσους
- dunka στα ελληνικά - χαστούκια, slapping, χαστούκισμα, ανατάραξη, το χαστούκισμα
Τυχαίες λέξεις
Dumheter στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλακείες, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο
Μεταφράσεις: βλακείες, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο