Individuell στα ελληνικά
Μετάφραση: individuell, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indirekt στα ελληνικά - έμμεσα, εμμέσως, έμμεση, έμμεσο
- individ στα ελληνικά - ατομικός, άτομο, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
- industri στα ελληνικά - βιομηχανία, Βιομηχανίας, Κλάδος, Industry, τη βιομηχανία
- industrialisering στα ελληνικά - εκβιομηχάνιση, βιομηχανοποίηση, εκβιομηχάνισης, βιομηχανοποίησης, την εκβιομηχάνιση
Τυχαίες λέξεις
Individuell στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Μεταφράσεις: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες