Άτομο στα σουηδικά
Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
individuell, personlig, enskild, individ, atom, person, personen, person som, personer, människa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτομο
άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας σουηδικά, άτομο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- άτιμος στα σουηδικά - oärlig, SKURKAKTIG
- άτολμος στα σουηδικά - sheepish, fåraktigt, fåraktig, fåraktiga
- άτονος στα σουηδικά - trög, matt, languid, slappa, ovårdade, tynande
- άτρακτος στα σουηδικά - spindel, spindeln
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: individuell, personlig, enskild, individ, atom, person, personen, person som, personer, människa
Μεταφράσεις: individuell, personlig, enskild, individ, atom, person, personen, person som, personer, människa