Inrikes στα ελληνικά
Μετάφραση: inrikes, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοικίδιος, οικιακός, ενδοχώρα, σπίτι, Αρχική, Αρχική σελίδα, Home, Εσωτερικών
Μεταφράσεις
- innesluta στα ελληνικά - περικλείω, εσωκλείω, επισυνάπτω, περικλείουν, επισυνάψουν, περικλείει, να επισυνάψουν
- inre στα ελληνικά - εσωτερικό, εσωτερικώς, μέσα, εσωτερικός, Εσωτερικής, εσωτερική, Εσωτερικού, ...
- insats στα ελληνικά - συμβολή, συνεισφορά, διενέργεια, επίτευξη, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, ...
- insekt στα ελληνικά - έντομο, εντόμων, εντόμου, έντομα, των εντόμων
Τυχαίες λέξεις
Inrikes στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοικίδιος, οικιακός, ενδοχώρα, σπίτι, Αρχική, Αρχική σελίδα, Home, Εσωτερικών
Μεταφράσεις: κατοικίδιος, οικιακός, ενδοχώρα, σπίτι, Αρχική, Αρχική σελίδα, Home, Εσωτερικών