Internationell στα ελληνικά
Μετάφραση: internationell, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- intensiv στα ελληνικά - επιτακτικός, έντονος, εντατικός, Εντατική, Εντατικής, Εντατικό, Εντατικά
- interiör στα ελληνικά - εσωτερικό, εσωτερική, εσωτερικού, εσωτερικών, εσωτερικά
- intervall στα ελληνικά - διάστημα, διάλειμμα, σειρά, εμβέλεια, φάσμα, εύρος, γκάμα
- intervju στα ελληνικά - συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
Τυχαίες λέξεις
Internationell στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών
Μεταφράσεις: διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών