Läktare στα ελληνικά

Μετάφραση: läktare, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεωρείο, πλατφόρμα, εξέδρα, πινακοθήκη, άστεγα καθίσματα θεατών σε αγώνα, κερκίδες, λευκαντές, bleachers, λευκαντών
Läktare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • läka στα ελληνικά - επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, Θεραπεία, Healing, επούλωση, Θεραπείας, ...
  • läkare στα ελληνικά - ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
  • lämna στα ελληνικά - παρατάω, εγκαταλείπω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
  • lämpa στα ελληνικά - ρυθμίζω, διασκευάζω, εξυπηρετώ, στεγάζω, προσαρμόζω, κατάλληλος, κατάλληλο, ...
Τυχαίες λέξεις
Läktare στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεωρείο, πλατφόρμα, εξέδρα, πινακοθήκη, άστεγα καθίσματα θεατών σε αγώνα, κερκίδες, λευκαντές, bleachers, λευκαντών