Löjlig στα ελληνικά

Μετάφραση: löjlig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γελοίος, περίεργος, χαζός, κωμικός, περίγελος, αστείος, παράλογος, γελοίο, γελοία, γελοίες, γελοίοι
Löjlig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lögnaktig στα ελληνικά - κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται
  • lögnare στα ελληνικά - ψεύτης, ψεύτη, ψεύτρα, ψεύστης
  • löjtnant στα ελληνικά - υπολοχαγός, Αντιστράτηγος, Αντιστράτηγο, Αντιστράτηγου, τον Αντιστράτηγο
  • lök στα ελληνικά - κρεμμύδι, κρεμμύδια, τα κρεμμύδια, κρεμμυδιών, κρεμμυδάκια
Τυχαίες λέξεις
Löjlig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γελοίος, περίεργος, χαζός, κωμικός, περίγελος, αστείος, παράλογος, γελοίο, γελοία, γελοίες, γελοίοι