Lever στα ελληνικά
Μετάφραση: lever, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συκώτι, ήπατος, ήπαρ, του ήπατος, ηπατική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- levande στα ελληνικά - γλαφυρός, ζωηρός, μένω, ζωντανός, ζω, ζουν, ζήσουν, ...
- levebröd στα ελληνικά - βιοπορισμός, ζην, το ζην, διαβίωσης, προς το ζην
- leverans στα ελληνικά - παράδοση, παραλαβή, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
- leverera στα ελληνικά - παρέχω, παροχή, χορήγηση, προμήθεια, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Τυχαίες λέξεις
Lever στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συκώτι, ήπατος, ήπαρ, του ήπατος, ηπατική
Μεταφράσεις: συκώτι, ήπατος, ήπαρ, του ήπατος, ηπατική