Penna στα ελληνικά

Μετάφραση: penna, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολύβι, μάντρα, στυλό, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
Penna στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • penetrera στα ελληνικά - διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
  • pengar στα ελληνικά - κέρμα, λεφτά, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
  • penningar στα ελληνικά - λεφτά, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
  • pensel στα ελληνικά - πινέλο, βουρτσίζω, βούρτσα, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Τυχαίες λέξεις
Penna στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολύβι, μάντρα, στυλό, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας