Räkenskap στα ελληνικά

Μετάφραση: räkenskap, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναφορά, λογαριασμός, σημασία, υπολογισμός, αναγνώριση, αναμέτρησης, υπολογισμό, απολογισμού
Räkenskap στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • räfsa στα ελληνικά - τσουγκράνα, rake, γκανιότα, κτένι, γκανιότας
  • räka στα ελληνικά - γαρίδα, Γαρίδες, γαρίδας, Shrimp, γαρίδων
  • räkna στα ελληνικά - κόμης, μετρώ, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
  • räkning στα ελληνικά - αναφορά, σημασία, λογαριασμός, ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμό, λογαριασμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Räkenskap στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναφορά, λογαριασμός, σημασία, υπολογισμός, αναγνώριση, αναμέτρησης, υπολογισμό, απολογισμού