Sälja στα ελληνικά
Μετάφραση: sälja, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκποιώ, πουλώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- säkring στα ελληνικά - φιτίλι, φυτίλι, αντιστάθμισης, αντιστάθμιση, την αντιστάθμιση, αντιστάθμισης κινδύνου, αντιστάθμισης κινδύνων
- säl στα ελληνικά - βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
- säljare στα ελληνικά - πωλητής, πωλητή, με πωλητή, τον πωλητή, Ο πωλητής είναι
- sällsam στα ελληνικά - παράδοξος, μοναδικός, αλλόκοτος, αδερφή, ιδιόμορφος, ενικός, παράξενος, ...
Τυχαίες λέξεις
Sälja στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκποιώ, πουλώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
Μεταφράσεις: εκποιώ, πουλώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν