Μοναδικός στα σουηδικά
Μετάφραση: μοναδικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besynnerlig, sällsam, bisarr, egendomlig, unik, enastående, egen, unikt, unika
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναδικός
μοναδικός συνώνυμο, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός εντοπισμός, μοναδικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, μοναδικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μονάδα στα σουηδικά - enhet, enheten, enhets
- μονή στα σουηδικά - kloster, klostret, abbey, abbeyen
- μοναξιά στα σουηδικά - ensamhet, ensamheten
- μοναχικός στα σουηδικά - enslig, allena, ensam, ödslig, lonely, ensamma, ensamt, ...
Τυχαίες λέξεις
Μοναδικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: besynnerlig, sällsam, bisarr, egendomlig, unik, enastående, egen, unikt, unika
Μεταφράσεις: besynnerlig, sällsam, bisarr, egendomlig, unik, enastående, egen, unikt, unika