Snäll στα ελληνικά
Μετάφραση: snäll, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωραίος, είδος, αγαθός, καλός, ευγενικός, είδους, το είδος, του είδους, τύπου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- snygg στα ελληνικά - καθαρός, ακριβής, αρκετός, συγυρισμένος, καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ, ...
- snäcka στα ελληνικά - σαλιγκάρι, κοχύλι, κοχυλιών, κοχυλιού, θαλασσινό κοχύλι, Seashell
- snärja στα ελληνικά - παγιδεύω, ensnare, παγίδα, αποτελέσουν παγίδα, παγίδα για
- snäv στα ελληνικά - σφιχτός, στενός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Τυχαίες λέξεις
Snäll στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωραίος, είδος, αγαθός, καλός, ευγενικός, είδους, το είδος, του είδους, τύπου
Μεταφράσεις: ωραίος, είδος, αγαθός, καλός, ευγενικός, είδους, το είδος, του είδους, τύπου