Speciellt στα ελληνικά
Μετάφραση: speciellt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- specialitet στα ελληνικά - σπεσιαλιτέ, ειδικότητα, ειδικότητας, εξειδικευμένα, ειδικότητά
- speciell στα ελληνικά - ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό
- spegel στα ελληνικά - αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, καθρέπτης, καθρέφτη, καθρέπτη, κάτοπτρο
- spekulant στα ελληνικά - κερδοσκόπος, κερδοσκόπο, παίκτης χρηματιστηρίου, παίκτη χρηματιστηρίου, κερδοσκόπου
Τυχαίες λέξεις
Speciellt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
Μεταφράσεις: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα