Ursinnig στα ελληνικά
Μετάφραση: ursinnig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαινόμενος, μανιασμένος, άγριος, οργισμένος, βάρβαρος, έξαλλος, εξαγριωμένος, έξω φρενών, μανιώδη, εξαγριωμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- urmakare στα ελληνικά - ωρολογοποιός, ωρολογοποιία, ωρολογοποιού, ωρολογοποιίας, εταιρεία ωρολογοποιίας
- urna στα ελληνικά - λάρνακα, δοχείο, υδρία, urn, τεφροδόχο
- urskilja στα ελληνικά - διαβλέπω, διακρίνω, διακρίνει, διακρίνουμε, διακρίνουν, διακρίνετε
- ursprung στα ελληνικά - εκτινάσσομαι, αρχή, έναρξη, ρίζα, άνοιξη, αναπηδώ, πηγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Ursinnig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαινόμενος, μανιασμένος, άγριος, οργισμένος, βάρβαρος, έξαλλος, εξαγριωμένος, έξω φρενών, μανιώδη, εξαγριωμένη
Μεταφράσεις: μαινόμενος, μανιασμένος, άγριος, οργισμένος, βάρβαρος, έξαλλος, εξαγριωμένος, έξω φρενών, μανιώδη, εξαγριωμένη