Βάρβαρος στα σουηδικά

Μετάφραση: βάρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ilsken, grym, ursinnig, rasande, barbar, vild, barbaren, barbariska, barbarisk
Βάρβαρος στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάρβαρος

βάρβαρος συνώνυμα, όσιοσ βάρβαροσ, ευγενής βάρβαρος, άγιος βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, βάρβαρος λεξικό γλώσσας σουηδικά, βάρβαρος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • βάναυσος στα σουηδικά - vulgär, plump, råskinn, Roughneck, råskinnet, skinn, borrassistent
  • βάπτισμα στα σουηδικά - dop, dopet, dopets
  • βάρκα στα σουηδικά - båt, båten, båtens, fartyg
  • βάρος στα σουηδικά - börda, tyngd, vikt, refräng, last, vikten, i vikt
Τυχαίες λέξεις
Βάρβαρος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ilsken, grym, ursinnig, rasande, barbar, vild, barbaren, barbariska, barbarisk