Utsikt στα ελληνικά

Μετάφραση: utsikt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορίζοντας, τσιλιαδόρος, πιθανότητα, όψη, τύχη, συγκυρία, πλευρά, ευκαιρία, σκοπιά, προοπτική, άποψη, θωριά, θέα, ενόψει, προβολή
Utsikt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • utse στα ελληνικά - παίρνω, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν
  • utseende στα ελληνικά - φαίνομαι, παρουσίαση, θωριά, όψη, χροιά, βλέμμα, πλευρά, ...
  • utskott στα ελληνικά - επιτροπή, επιτροπής, ΟΚΕ, της επιτροπής, επιτροπή που
  • utslag στα ελληνικά - απερίσκεπτος, εξάνθημα, παράτολμος, έκρηξη, εξανθήματος, εξανθήματα, αναφυλαξία, ...
Τυχαίες λέξεις
Utsikt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορίζοντας, τσιλιαδόρος, πιθανότητα, όψη, τύχη, συγκυρία, πλευρά, ευκαιρία, σκοπιά, προοπτική, άποψη, θωριά, θέα, ενόψει, προβολή