Ευκαιρία στα σουηδικά
Μετάφραση: ευκαιρία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillfälle, slump, tillfällig, chans, slumpvis, lycka, riskera, utsikt, möjlighet, möjligheten, möjligheter, chansen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευκαιρία
ευκαιρία συνώνυμα, ευκαιρία αποφθέγματα, ευκαιρία καριέρας, ευκαιρία ακίνητα, ευκαιρία απασχόλησης για 2.200 άνεργους πτυχιούχους, ευκαιρία λεξικό γλώσσας σουηδικά, ευκαιρία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ευθύς στα σουηδικά - direkt, rak, rakt, rät, raka
- ευκάλυπτος στα σουηδικά - eukalyptus, eucalyptus, av eukalyptus
- ευκαμψία στα σουηδικά - flexibilitet, flexibiliteten, flexibilitets, flexibel, flexibilitet som
- ευκατάστατος στα σουηδικά - riklig, förmögen, rik, yppig, välbeställda, väl utanför, väl av, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευκαιρία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tillfälle, slump, tillfällig, chans, slumpvis, lycka, riskera, utsikt, möjlighet, möjligheten, möjligheter, chansen
Μεταφράσεις: tillfälle, slump, tillfällig, chans, slumpvis, lycka, riskera, utsikt, möjlighet, möjligheten, möjligheter, chansen