Vanligt στα ελληνικά

Μετάφραση: vanligt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, συνηθισμένος, συνήθως, κοινά, κοινώς, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Vanligt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vanlig στα ελληνικά - κοινός, σκέτο, ανεπίσημος, κάμπος, πεδιάδα, σκέτος, συνηθισμένος, ...
  • vanligen στα ελληνικά - γενικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
  • vanmäktig στα ελληνικά - ανίκανος, ανίκανη, αδύναμοι, ανίσχυρη, ανίκανοι
  • vansinne στα ελληνικά - τρέλα, τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλας, την τρέλα
Τυχαίες λέξεις
Vanligt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, συνηθισμένος, συνήθως, κοινά, κοινώς, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη