Çan στα ελληνικά

Μετάφραση: çan, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψυχή, ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
Çan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cadı στα ελληνικά - μάγισσα, μαγισσών, μάγισσας, μάγισσα που
  • cam στα ελληνικά - γυαλί, τζάμι, ποτήρι, γυαλιού, γυάλινο, γυάλινη
  • canavar στα ελληνικά - κτήνος, τέρας, ζώο, τέρατος, το τέρας, τεράτων, τέρας που
  • candan στα ελληνικά - άτεχνος, εγκάρδιος, εγκάρδια, θερμά, εγκαρδίως, θερμά τους, από καρδιάς
Τυχαίες λέξεις
Çan στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψυχή, ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής