Çiçek στα ελληνικά
Μετάφραση: çiçek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθος, ανθίζω, λουλούδι, λουλουδιών, λουλούδια, ανθέων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- çizme στα ελληνικά - μπότα, σχέδιο, σχεδίου, κατάρτιση, σχεδίασης, σχέδια
- çizmek στα ελληνικά - ρυτίδα, υπόλειμμα, τραβώ, γραμμή, ανακαλύπτω, διατυπώνω, επενδύω, ...
- çiğ στα ελληνικά - αγενής, αγροίκος, ωμός, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, ...
- çiğnemek στα ελληνικά - μασώ, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
Τυχαίες λέξεις
Çiçek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθος, ανθίζω, λουλούδι, λουλουδιών, λουλούδια, ανθέων
Μεταφράσεις: άνθος, ανθίζω, λουλούδι, λουλουδιών, λουλούδια, ανθέων