Önlemek στα ελληνικά

Μετάφραση: önlemek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτρέπω, εμποδίζω, απαγορεύω, παρακωλύω, προλαβαίνω, αποκλείω, αποφύγετε, αποφευχθούν, αποφύγει, αποφυγή, αποφύγουν
Önlemek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • önemli στα ελληνικά - βαρυσήμαντος, ουσιαστικό, εξαιρετικός, ουσιαστικός, αρκετός, σημαντικός, στερεός, ...
  • önemsiz στα ελληνικά - ελαφρύς, μικρός, ελάσσων, στενός, ισχνός, ψιλός, λιγνός, ...
  • önlük στα ελληνικά - ποδιά, ποδιά που, ποδιάς, ασφαλτοτάπητα, ελιγμών
  • önsezi στα ελληνικά - διαίσθηση, διαίσθησή, διαίσθησης, τη διαίσθηση, η διαίσθηση
Τυχαίες λέξεις
Önlemek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτρέπω, εμποδίζω, απαγορεύω, παρακωλύω, προλαβαίνω, αποκλείω, αποφύγετε, αποφευχθούν, αποφύγει, αποφυγή, αποφύγουν