Απαγορεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: απαγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yasaklamak, yasak, önlemek, engellemek, korusun, yasaklıyorum, yasakladı
Απαγορεύω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαγορεύω

απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω αρχαια, απαγορεύω english, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, απαγορεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • απαίτηση στα τούρκικα - istek, istemek, ihtiyaç, talep, gereklilik, gereksinimi, gereksinim, ...
  • απαγορευμένο στα τούρκικα - yasak, yasaktır, yasaklanmıştır, yasaklanmış, haram
  • απαγχονίζω στα τούρκικα - darağacı, gibbet, kollu, -kollu, rezil etmek
  • απαγωγέας στα τούρκικα - kaçıran kimse, abdüktör, abdüktor, abduktor, abductor
Τυχαίες λέξεις
Απαγορεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yasaklamak, yasak, önlemek, engellemek, korusun, yasaklıyorum, yasakladı