Özerklik στα ελληνικά

Μετάφραση: özerklik, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
Özerklik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • özellikle στα ελληνικά - ιδίως, ειδικά, ειδικότερα, ιδίως το, ιδιαίτερα, κυρίως
  • özerk στα ελληνικά - αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
  • özet στα ελληνικά - χωνεύω, περίληψη, σύνοψη, συνοπτική, συνοπτικά, περίληψης
  • özgül στα ελληνικά - συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
Τυχαίες λέξεις
Özerklik στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία