Αυτονομία στα τούρκικα

Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özerklik, özerkliği, otonomi, özerkliğin, özerkliğe
Αυτονομία στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτονομία

αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας τούρκικα, αυτονομία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αυτοματοποίηση στα τούρκικα - otomasyon, otomasyonu, Automation, otomatikleştirme
  • αυτοματοποιώ στα τούρκικα - Automates, otomatikleştirir, otomatları, otomatikleştiren, ve otomatikleştirir
  • αυτοπεποίθηση στα τούρκικα - itimat, güven, confidence, güveni, güven düzeyi, güvenin
  • αυτοσχεδιάζω στα τούρκικα - uydurmak, doğaçlama, improvise, doğaçlamaya
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: özerklik, özerkliği, otonomi, özerkliğin, özerkliğe