Bükmek στα ελληνικά
Μετάφραση: bükmek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στροφή, κάμπτω, κυρτώνω, λυγίζω, σκύβω, γέρνω, καμπύλη, καμπυλώνεται, καμπυλώνω, συστροφή, στρίψιμο, συστροφής, twist, στρεβλότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- böylece στα ελληνικά - έτσι, τόσο, άραγε, ούτως ώστε, ώστε, έτσι ώστε, ώστε να
- büfe στα ελληνικά - σκευοθήκη, σερβάντα, μπουφές, μπουφέ, σε μπουφέ, πρωινού, με μπουφέ
- bükülmez στα ελληνικά - αυστηρός, άτεγκτος, αδιάλλακτος, ισχυρός, άκαμπτος, αλύγιστος, άκαμπτο, ...
- bünye στα ελληνικά - σύνταγμα, δομή, δομής, διάρθρωση, κατασκευή, διάρθρωσης
Τυχαίες λέξεις
Bükmek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: στροφή, κάμπτω, κυρτώνω, λυγίζω, σκύβω, γέρνω, καμπύλη, καμπυλώνεται, καμπυλώνω, συστροφή, στρίψιμο, συστροφής, twist, στρεβλότητα
Μεταφράσεις: στροφή, κάμπτω, κυρτώνω, λυγίζω, σκύβω, γέρνω, καμπύλη, καμπυλώνεται, καμπυλώνω, συστροφή, στρίψιμο, συστροφής, twist, στρεβλότητα