Emretmek στα ελληνικά
Μετάφραση: emretmek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατάζω, διάταγμα, εντολή, θεσπίζω, προστάζω, προσταγή, θέσπισμα, διατάσσω, διατάξει, διαταχθεί, προειδοποιήσει, διατάξει την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- emniyet στα ελληνικά - αντίκρισμα, ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
- emniyetsiz στα ελληνικά - ανασφαλής, επισφαλής, μη ασφαλή, μη ασφαλών, μη ασφαλείς, ανασφαλείς
- emzirmek στα ελληνικά - θηλάζω, θηλάζουν, θηλάσουν, θηλάσει, θηλάσετε, θηλάζει
- en στα ελληνικά - φάρδος, πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, τα περισσότερα
Τυχαίες λέξεις
Emretmek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατάζω, διάταγμα, εντολή, θεσπίζω, προστάζω, προσταγή, θέσπισμα, διατάσσω, διατάξει, διαταχθεί, προειδοποιήσει, διατάξει την
Μεταφράσεις: διατάζω, διάταγμα, εντολή, θεσπίζω, προστάζω, προσταγή, θέσπισμα, διατάσσω, διατάξει, διαταχθεί, προειδοποιήσει, διατάξει την