Faaliyet στα ελληνικά
Μετάφραση: faaliyet, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγωγή, διάβημα, επενέργεια, δραστηριότητα, δράση, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eşya στα ελληνικά - εμπόρευμα, αγαθό, εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά
- faal στα ελληνικά - δραστήριος, ακμαίος, ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
- fabrika στα ελληνικά - φυτό, εργοστάσιο, φυτεύω, μύλος, αλέθω, εργοστασίου, το εργοστάσιο, ...
- fahişe στα ελληνικά - πόρνη, τάρτα, πατσαβούρα, στυφός, ιερόδουλη, καυστικός, εταίρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Faaliyet στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγωγή, διάβημα, επενέργεια, δραστηριότητα, δράση, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων
Μεταφράσεις: αγωγή, διάβημα, επενέργεια, δραστηριότητα, δράση, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων