Επενέργεια στα τούρκικα
Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
faaliyet, fiil, etki, hareket, iş, tesir, etkisi, etkileri, etkisinin, efekti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενέργεια
ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας τούρκικα, επενέργεια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- επεκτείνω στα τούρκικα - genişletmek, uzatmak, uzanan, uzanır, uzatma
- επεμβαίνω στα τούρκικα - karışmak, müdahale, engel, etkileyebilir, engelleyebilir
- επενδύω στα τούρκικα - melodi, hiza, hat, satır, görev, buruşuk, kablo, ...
- επενεργώ στα τούρκικα - etki, eylemler, davranır, eylemleri, görür, hareket eder
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: faaliyet, fiil, etki, hareket, iş, tesir, etkisi, etkileri, etkisinin, efekti
Μεταφράσεις: faaliyet, fiil, etki, hareket, iş, tesir, etkisi, etkileri, etkisinin, efekti