Gelenek στα ελληνικά

Μετάφραση: gelenek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, έθιμο, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, η παράδοση
Gelenek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gedik στα ελληνικά - οπή, αθέτηση, παραβιάζουν, παραβίαση, παραβιάζει, παραβιάσει
  • gelecek στα ελληνικά - μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
  • geleneksel στα ελληνικά - παραδοσιακός, συμβατικός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές
  • gelgit στα ελληνικά - παλίρροια, παλίρροιας, κύμα, ρεύμα, πλημμυρίδα
Τυχαίες λέξεις
Gelenek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, έθιμο, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, η παράδοση