Kür στα ελληνικά

Μετάφραση: kür, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλατίζω, αποκαθιστώ, παστώνω, θεραπεύω, επανορθώνω, καπνίζω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση
Kür στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • küme στα ελληνικά - ανάχωμα, τσαμπί, συστοιχία, μάτσο, στοίβα, σωρός, στοιβάδα, ...
  • küp στα ελληνικά - φραγμός, κύβος, στηρίγματα, κύβο, κύβου, κύβων, κύβους
  • küre στα ελληνικά - κτήση, αρένα, κουβάρι, μπάλα, τομέας, χωράφι, πεδίο, ...
  • kürek στα ελληνικά - κουπί, φτυάρι, φτυαριστές, φτυαριού, φτυάρι για
Τυχαίες λέξεις
Kür στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλατίζω, αποκαθιστώ, παστώνω, θεραπεύω, επανορθώνω, καπνίζω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση