Kısıtlama στα ελληνικά
Μετάφραση: kısıtlama, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kısım στα ελληνικά - μερίδιο, χωρίζω, μεραρχία, τομή, διαίρεση, τμήμα, διχασμός, ...
- kısır στα ελληνικά - άγονος, άκαρπος, στείρος, άγονο, άγονη, άγονες, στείρα
- kıta στα ελληνικά - ήπειρος, ήπειρο, ηπείρου, ήπειρό, της ηπείρου
- kıtlık στα ελληνικά - λιμός, έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
Τυχαίες λέξεις
Kısıtlama στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό