Kısmet στα ελληνικά
Μετάφραση: kısmet, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειμαρμένη, πεπρωμένο, μοίρα, τύχη, περιουσία, τύχης, την τύχη, περιουσίας
Μεταφράσεις
- kıskaç στα ελληνικά - συσφίγγω, σφίγγω, σφιγκτήρας, σφιγκτήρα, σύσφιξης, σφικτήρα, του σφιγκτήρα
- kısmen στα ελληνικά - μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική, μερικά
- kısık στα ελληνικά - βραχνός, τραχύς, βραχνή, βραχνό, τη βραχνή, σπασμένη
- kısım στα ελληνικά - μερίδιο, χωρίζω, μεραρχία, τομή, διαίρεση, τμήμα, διχασμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Kısmet στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειμαρμένη, πεπρωμένο, μοίρα, τύχη, περιουσία, τύχης, την τύχη, περιουσίας
Μεταφράσεις: ειμαρμένη, πεπρωμένο, μοίρα, τύχη, περιουσία, τύχης, την τύχη, περιουσίας