Πεπρωμένο στα τούρκικα

Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kader, kısmet, kaderi, kaderin, kaderim, kaderini
Πεπρωμένο στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο

πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας τούρκικα, πεπρωμένο στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πεπερασμένος στα τούρκικα - sınırlı, sonlu, sonlu bir
  • πεποίθηση στα τούρκικα - izlenim, etki, mahkumiyet, inanç, mahkumiyetinin, mahkumiyeti, kanaat
  • πεπτικός στα τούρκικα - sindirim, hazmettirici, sindirimi, hazmettirici ilaç, sindirimi düzenleyen
  • περήφανος στα τούρκικα - gururlu, yüksek, kibirli, gurur, gururunu, gurur duyuyor, gurur duyuyoruz
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kader, kısmet, kaderi, kaderin, kaderim, kaderini