Kararlaştırmak στα ελληνικά

Μετάφραση: kararlaştırmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδιορίζω, καθορίζω, αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Kararlaştırmak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • karantina στα ελληνικά - καραντίνα, απομόνωση, απομόνωσης, καραντίνας, υγειονομικής απομόνωσης
  • karar στα ελληνικά - θέσπισμα, παραγγέλλω, λήξη, συμπέρασμα, ετυμηγορία, εντολή, προσταγή, ...
  • kararlı στα ελληνικά - αποφασισμένος, σταθερός, σταθερή, σταθερό, σταθερά, σταθερές
  • kararsız στα ελληνικά - ασταθής, αλλοπρόσαλλος, διστακτικός, ευμετάβλητος, ασταθή, ασταθείς, ασταθές, ...
Τυχαίες λέξεις
Kararlaştırmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδιορίζω, καθορίζω, αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει