Καθορίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: καθορίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kararlaştırmak, belirlemek, tanımlamak, tanımlayabilirsiniz, tanımlar, tanımlayan, tanımlayabilir
Καθορίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθορίζω

καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθορίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καθολικός στα τούρκικα - katolik, Catholic, Katoliklik, Katolik bir
  • καθομιλούμενος στα τούρκικα - konuşkan, konuşma, sohbet, konuşmaya, etkileşimli
  • καθορισμένος στα τούρκικα - takım, koymak, sabit, sabit bir, değişmez
  • καθοριστικός στα τούρκικα - kesin, determinant, belirleyici, belirleyicisi, belirleyicisidir, bir belirleyici
Τυχαίες λέξεις
Καθορίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kararlaştırmak, belirlemek, tanımlamak, tanımlayabilirsiniz, tanımlar, tanımlayan, tanımlayabilir