Kauçuk στα ελληνικά

Μετάφραση: kauçuk, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, λάστιχο, ελαστικό, από καουτσούκ, ελαστικού
Kauçuk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • katılmak στα ελληνικά - ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
  • katır στα ελληνικά - μουλάρι, μουλαριών, μουλάρια, το μουλάρι, μουλαριού
  • kavanoz στα ελληνικά - βαζάκι, κανάτα, δοχείο, γυάλα, βάζο, βάζου
  • kavga στα ελληνικά - επιχείρημα, λογομαχία, φιλονικία, καβγάς, διεκδικώ, γέρνω, διαμάχη, ...
Τυχαίες λέξεις
Kauçuk στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, λάστιχο, ελαστικό, από καουτσούκ, ελαστικού