Kuvvet στα ελληνικά
Μετάφραση: kuvvet, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βία, δύναμη, ρώμη, εξουσία, κύρος, εξαναγκάζω, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kutsal στα ελληνικά - πανάγιος, όσιος, ιερός, άγιος, ιερό, ιερά, ιερή
- kutu στα ελληνικά - κουτί, πυγμαχώ, κάσα, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, box
- kuvvetlendirmek στα ελληνικά - εμπεδώνω, ενισχύω, καρδαμώνω, ενδυναμώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ...
- kuvvetli στα ελληνικά - κραταιός, σκληρός, γερός, ρωμαλέος, δύσκολος, δυνατός, ισχυρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Kuvvet στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: βία, δύναμη, ρώμη, εξουσία, κύρος, εξαναγκάζω, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Μεταφράσεις: βία, δύναμη, ρώμη, εξουσία, κύρος, εξαναγκάζω, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν