Oturmak στα ελληνικά
Μετάφραση: oturmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, κόσμος, άνθρωπος, ζωντανός, κατοικώ, διαμένω, άνθρωποι, κάτσε κάτω, καθίσει, καθίσετε, καθίσουν, να καθίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- otur στα ελληνικά - κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε
- oturan στα ελληνικά - τρόφιμος, συνεδρίαση, καθισμένος, κάθεται, κάθονται, συνεδρίασης
- oturum στα ελληνικά - ώρα, συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία
- otuz στα ελληνικά - τριάντα, από τριάντα, των τριάντα, τριάκοντα
Τυχαίες λέξεις
Oturmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, κόσμος, άνθρωπος, ζωντανός, κατοικώ, διαμένω, άνθρωποι, κάτσε κάτω, καθίσει, καθίσετε, καθίσουν, να καθίσει
Μεταφράσεις: μένω, κόσμος, άνθρωπος, ζωντανός, κατοικώ, διαμένω, άνθρωποι, κάτσε κάτω, καθίσει, καθίσετε, καθίσουν, να καθίσει