Μένω στα τούρκικα

Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalmak, oturmak, yaşamak, canlı, diri, durmak, durma, sağ, stay, konaklama, kalacak, kal
Μένω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μένω

μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας τούρκικα, μένω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μέμψη στα τούρκικα - Semerkhet
  • μέντα στα τούρκικα - darphane, nane, mint, naneli
  • μέρα στα τούρκικα - gündüz, gün, günlük, günde, günü, bir gün
  • μέριμνα στα τούρκικα - endişe, kaygı, bir endişe, sorun, ilgi
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kalmak, oturmak, yaşamak, canlı, diri, durmak, durma, sağ, stay, konaklama, kalacak, kal