Άνθρωπος στα τούρκικα

Μετάφραση: άνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erkek, il, birey, insanlar, oturmak, adam, halk, insanlık, insan, man, bir adam
Άνθρωπος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνθρωπος

άνθρωπος μεταξουργείο, άνθρωπος ελέφαντας, άνθρωπος είσαι και λυγάς, άνθρωπος από ατσάλι, άνθρωπος δαγκώνει σκύλο, άνθρωπος λεξικό γλώσσας τούρκικα, άνθρωπος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • άνθρακας στα τούρκικα - kömür, kömürü, kömürün, taş kömürü
  • άνθρωποι στα τούρκικα - il, oturmak, insanlar, halk, Kişi, insanların, insan, ...
  • άνισος στα τούρκικα - eşitsiz, eşit olmayan, eşit, eşitsiz bir, eşitsizlik
  • άνοδος στα τούρκικα - anot, anod, anodu, anode
Τυχαίες λέξεις
Άνθρωπος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: erkek, il, birey, insanlar, oturmak, adam, halk, insanlık, insan, man, bir adam