Sağlamlaştırmak στα ελληνικά
Μετάφραση: sağlamlaştırmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βεβαιώνομαι, εχέγγυο, εγγυώμαι, εδραιώνω, εγγύηση, διασφαλίζω, ασφαλής, διαβεβαιώνω, ασφαλίζω, εξασφαλίζω, βεβαιώνω, αντίκρισμα, εδραίωση, παγίωση, εδραιώσει, παγιώσει, εδραίωση της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sağlam στα ελληνικά - ακέραιος, σταθερός, φωνή, ουσιαστικός, συμπαγής, αξιόλογος, στερεός, ...
- sağlamak στα ελληνικά - εδραιώνω, φτιάχνω, διαβεβαιώνω, εγγύηση, ασφαλίζω, αντίκρισμα, εχέγγυο, ...
- sağlık στα ελληνικά - υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, υγεία των
- sağlıklı στα ελληνικά - υγιής, υγιή, υγιείς, υγιές, υγιούς
Τυχαίες λέξεις
Sağlamlaştırmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: βεβαιώνομαι, εχέγγυο, εγγυώμαι, εδραιώνω, εγγύηση, διασφαλίζω, ασφαλής, διαβεβαιώνω, ασφαλίζω, εξασφαλίζω, βεβαιώνω, αντίκρισμα, εδραίωση, παγίωση, εδραιώσει, παγιώσει, εδραίωση της
Μεταφράσεις: βεβαιώνομαι, εχέγγυο, εγγυώμαι, εδραιώνω, εγγύηση, διασφαλίζω, ασφαλής, διαβεβαιώνω, ασφαλίζω, εξασφαλίζω, βεβαιώνω, αντίκρισμα, εδραίωση, παγίωση, εδραιώσει, παγιώσει, εδραίωση της