Tanımlamak στα ελληνικά
Μετάφραση: tanımlamak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιγράφω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tanık στα ελληνικά - μάρτυρας, μαρτυρώ, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες
- tanıma στα ελληνικά - αναγνώριση, αναγνώρισης, την αναγνώριση, αναγνωρίσεως, η αναγνώριση
- tanınmış στα ελληνικά - φημισμένος, αξιοσημείωτος, διάσημος, επιφανής, πολύκροτος, ξακουστός, γνωστός, ...
- tanıştırmak στα ελληνικά - έκθεμα, γνωρίζω, εκθέτω, δείχνω, συστήνω, παράσταση, εισάγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Tanımlamak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιγράφω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Μεταφράσεις: περιγράφω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει