Tedavi στα ελληνικά
Μετάφραση: tedavi, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, θεραπεία, αλατίζω, μεταχείριση, αποκαθιστώ, επανορθώνω, θεραπεύω, παστώνω, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tebeşir στα ελληνικά - κιμωλία, κιμωλίας, άσβεστο, άσβεστο και, της κιμωλίας
- tecrübe στα ελληνικά - εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
- tedbir στα ελληνικά - βηματίζω, διάβημα, βήμα, μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, ...
- tedbirli στα ελληνικά - επιφυλακτικός, εφεκτικός, προσεκτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική
Τυχαίες λέξεις
Tedavi στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, θεραπεία, αλατίζω, μεταχείριση, αποκαθιστώ, επανορθώνω, θεραπεύω, παστώνω, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία
Μεταφράσεις: καπνίζω, θεραπεία, αλατίζω, μεταχείριση, αποκαθιστώ, επανορθώνω, θεραπεύω, παστώνω, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία