Tepkimek στα ελληνικά
Μετάφραση: tepkimek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιδρώ, αντιδρούν, αντιδράσει, αντιδράσουν, αντιδρά, να αντιδράσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tepki στα ελληνικά - αντίδραση, απάντηση, απόκριση, ανταπόκριση, απόκρισης
- tepkime στα ελληνικά - αντίδραση, αντίδρασης, της αντίδρασης, αντιδράσεως, της αντιδράσεως
- tepsi στα ελληνικά - δίσκος, δίσκο, δίσκου, θήκη, συρτάρι
- ter στα ελληνικά - ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς
Τυχαίες λέξεις
Tepkimek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιδρώ, αντιδρούν, αντιδράσει, αντιδράσουν, αντιδρά, να αντιδράσουν
Μεταφράσεις: αντιδρώ, αντιδρούν, αντιδράσει, αντιδράσουν, αντιδρά, να αντιδράσουν