Yıkıntı στα ελληνικά
Μετάφραση: yıkıntı, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλάσματα, σκόνη, μπάζα, καταστροφή, συντρίμμια, συντριμμιών, συντριμμάτων, των συντριμμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- yıkık στα ελληνικά - ολέθριος, καταστροφική, καταστροφικό, καταστρεπτικό, καταστρεπτικού
- yıkılış στα ελληνικά - εκπίπτω, πέφτω, πτώση, αποσύνθεση, φθορά, παρακμή, αποσύνθεσης, ...
- yıldız στα ελληνικά - πρωταγωνιστής, αστέρι, αστέρων, Κατηγορία, αστέρων ξενοδοχείο
- yıllık στα ελληνικά - ετήσιος, καζαμίας, ετήσια, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας
Τυχαίες λέξεις
Yıkıntı στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλάσματα, σκόνη, μπάζα, καταστροφή, συντρίμμια, συντριμμιών, συντριμμάτων, των συντριμμάτων
Μεταφράσεις: χαλάσματα, σκόνη, μπάζα, καταστροφή, συντρίμμια, συντριμμιών, συντριμμάτων, των συντριμμάτων