Yakalamak στα ελληνικά
Μετάφραση: yakalamak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, λαβή, κράτημα, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- yabancı στα ελληνικά - αλλοδαπός, εξωτικός, εξωγήινος, παράξενος, ξένος, εξωτερικός, περίεργος, ...
- yaka στα ελληνικά - κολάρο, λουρί, γιακάς, περιλαίμιο, γιακά, κολλάρο, κολάρου
- yakalanmak στα ελληνικά - αρπάζω, πιάνω, πιάσουν, να πιαστούν, να εμπλακούμε, πιαστούν, παρασυρθούμε
- yakan στα ελληνικά - κοντά, καύση, καύσης, κάψιμο, την καύση, καψίματος
Τυχαίες λέξεις
Yakalamak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, λαβή, κράτημα, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Μεταφράσεις: πιάνω, λαβή, κράτημα, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα