Yardımcı στα ελληνικά

Μετάφραση: yardımcı, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετικός, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Yardımcı στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • yardam στα ελληνικά - βοήθημα, βοήθεια, αρωγή, επικουρία, βοηθός, βοηθώ, αυλή, ...
  • yardım στα ελληνικά - αρωγή, επικουρία, προστασία, ανακούφιση, βοήθεια, συμπαράσταση, βοήθημα, ...
  • yargıç στα ελληνικά - δικάζω, δικαιοσύνη, κριτής, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
  • yarı στα ελληνικά - μισός, ήμισυ, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ, μισή
Τυχαίες λέξεις
Yardımcı στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν